- κατεβασμένος
- bas
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — κατεβάζω, κατέβασα, κατεβασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατεβαίνω — κατεβαίνω, κατέβηκα, κατεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατεβάζω — κατέβασα, κατεβάστηκα, κατεβασμένος 1. φέρνω κάτι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη: Τα κατέβασαν τα κιβώτια στο υπόγειο. 2. βοηθώ ή αναγκάζω κάποιον να κατεβεί από κάπου: Τον κατέβασε από το θρόνο του. 3. η παροιμία «αλί που το χει η κούτρα του να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεβαίνω — κατέβηκα, κατεβασμένος 1. πηγαίνω ή έρχομαι από ψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο: Οι βουνίσιοι κατέβηκαν στα παράλια. 2. ελαττώνομαι: Κατέβηκε το νερό της λίμνης του Μαραθώνα. 3. φρ., «Mου κατεβαίνει να» ή «Mου κατέβηκε να», μου έρχεται ή μου ήρθε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεσμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του πέφτω) 1. ριγμένος κάτω: Βρήκα τα ρούχα πεσμένα στη λάσπη. 2. κατεβασμένος, χαμηλής τιμής: Η λίρα είναι πεσμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)